τοποθετώ — τοποθετώ, τοποθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τοποθετώ — τοποθέτησα, τοποθετήθηκα, τοποθετημένος 1. βάζω κάτι στην κατάλληλη θέση: Τοποθέτησα τα βιβλία μου. 2. καθορίζω την υπηρεσία όπου θα υπηρετήσει υπάλληλος, αξιωματικός κτλ.: Τοποθετήθηκε στο Β Λύκειο Αρρένων. 3. διαθέτω χρήματα για κέρδος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρελιάζω — τοποθετώ (μούστο, τυρί κ.λπ.) μέσα σε βαρέλι … Dictionary of Greek
δερματιάζω — τοποθετώ (κυρίως) τυρί μέσα σε δερμάτινο ασκί για διατήρηση ή μεταφορά … Dictionary of Greek
εμπυρευματίζω — τοποθετώ εμπύρευμα, π.χ. καψούλι σε όπλο, εφοδιάζω με εμπύρευμα … Dictionary of Greek
ενθηκεύω — τοποθετώ μέσα σε θήκη, περικλείω, περιβάλλω με θήκη … Dictionary of Greek
επιτεγίζω — τοποθετώ τις επιτεγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεγίζω (< τέγος «στέγη»)] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφωτίζω — τοποθετώ μηχανήματα και δίκτυο για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με σκοπό τον φωτισμό μιας περιοχής ή ενός χώρου, φωτίζω με ηλεκτρικό φως («ηλεκτροφωτίστηκε το χωριό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
μοστράρω — τοποθετώ, εκθέτω κάτι στη μόστρα, στη βιτρίνα, παρουσιάζω κάτι σε επίδειξη, επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostrare < λατ. monstrare «δείχνω»] … Dictionary of Greek
ξεπατηκώνω — τοποθετώ πάνω σε σχέδιο διαφανές φύλλο χαρτιού και τό αντιγράφω με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πατηκώνω] … Dictionary of Greek